ἀμφικάρηνος

ἀμφικαρής

ἀμφίκαρπος
ἀμφι·καρής, ής, ές [κᾰ]
1 c. le préc. Nic. Th. 812 ||
2 mauv. leç. p. ἀμφὶ κάρη, Od. 17, 231.
Étym. ἀ. κάρη.