ἀμφίκρηνος

ἀμφικτίονες

Ἀμφικτίονες
ἀμφι·κτίονες, ων (οἱ) qui habitent autour, voisins, en parl. de peuples, Pd. P. 4, 66 ; 10, 8 ; N. 6, 40 ; I. 3, 26 ; Hdt. 8, 104.
Étym. ἀ. *κτίω, cf. κτίζω.