ἀμφίλαλος

ἀμφιλάφεια

ἀμφιλαφής
ἀμφιλάφεια, ας () [λᾰ] ampleur, abondance, Cic. Q. fr. 2, 6, 3 ; Geop. 2, 8, 1.
Étym. ἀμφιλαφής.