ἀμφιμάσασθε

ἀμφιμάσχαλος

ἀμφιμάτορες
ἀμφι·μάσχαλος, ος, ον [χᾰ] à deux manches, Ar. Eq. 882 ; Luc. Lex. 10.
Étym. ἀ. μασχάλη.