ἀμφιφαής

ἀμφίφαλος

ἀμφιφανής
ἀμφί·φαλος, ος, ον [φᾰ] à deux cimiers, Il. 5, 743 ; 11, 41 (cf. τετραφάληρος).
Étym. ἀ. φάλος.