ἀμφίπρυμνος

ἀμφιπτολεμοπηδησίστρατος

ἀμφίπτολις
ἀμφι·πτολεμο·πηδησί·στρατος, ος, ον [ᾰτ] dont l’armée s’élance de toutes parts à la guerre, Eup. 393 Kock.
Étym. ἀ. πτ. πηδάω, στρατός.