ἀμφιρρεπής

ἀμφιρρήγνυμι

ἀμφίρροπος
ἀμφι·ρρήγνυμι (seul. part. ao. pass. ἀμφιραγείς p. -ρραγείς) briser tout autour, Q. Sm. 1, 39.