ἀμφιταλαντεύω

ἀμφιτάλαντος

ἀμφιτάπης
ἀμφι·τάλαντος, ος, ον [τᾰ] qui balance de côté et d’autre, Naz. Ep. 4, 6, etc.
Étym. ἀ. τάλαντον.