Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτεροδέξιος
ἀμφοτερόπλουν
ἀμφοτερο·δέξιος,
ος, ον,
c.
ἀμφιδέξιος,
Aristén.
1, 8 ;
Spt.
Jud.
3, 15 ;
20, 16
.