ἀμυγδαλῆ

ἀμυγδάλινος

ἀμυγδάλιον
ἀμυγδάλινος, η, ον [ᾰᾰ] d’amande, Xén. An. 4, 4, 13.
Étym. ἀμυγδάλη.