Ἀμυθέων

ἀμύθητος

ἄμυθος
ἀ·μύθητος, ος, ον [] inexprimable, indicible, Dém. 49 fin ; 520, 20 ; Arstt. H.A. 6, 37, 2 ; Pol. 2, 26, 5, etc.
Étym. ἀ, μυθέομαι.