ἀναχωρητικῶς

ἀναχωρίζω

ἀναψαλάσσω
ἀνα·χωρίζω, faire retirer, ramener en arrière, Xén. Cyr. 7, 1, 41 ; 2, 2, 8 ; An. 5, 2, 10, etc.