ἀναδεκτικός

ἀνάδελφος

ἀνάδεμα
ἀν·άδελφος, ος, ον [ᾰδ] sans frère ou sœur, Eur. Or. 310, I.T. 461 ; Xén. Mem. 2, 3, 4 ; Plut. M. 480e.
Étym. ἀν-, ἀδελφός.