ἀναγαργαρίζω

ἀναγαργάρισμα

ἀναγαργάριστον
ἀναγαργάρισμα, ατος (τὸ) [ᾰρι] gargarisme, Diosc. 1, 183 ; A. Tr. 1, 71 ; 4, 230.