ἀναγείρω

ἀναγελάω-ῶ

ἀναγεννάω-ῶ
ἀνα·γελάω-ῶ (ao. ἀνεγέλασα) éclater de rire, Xén. Cyr. 5, 1, 5, etc. ; ἐπί τινι, Xén. Cyr. 6, 1, 34, au sujet de qqe ch.