ἀναγορεύω

ἀναγραμματισμός

ἀναγραπτέον
ἀναγραμματισμός, οῦ () [μᾰ] transposition de lettres formant un sens, anagramme (p. ex. λόχος et χόλος ; Ἥρα et ἀήρ) Artém. 336 Reiff.