ἀναγραπτέον

ἀνάγραπτος

ἀναγραφεύς
ἀνάγραπτος, ος, ον :
1 consigné par écrit, Thc. 1, 129 ||
2 peint, Clém. 1, 156 Migne.
Étym. ἀναγράφω.