ἀναγωγία

ἀναγωγικῶς

ἀναγώγιος
ἀναγωγικῶς [ᾰγ] adv. en un sens spirituel, Naz. 2, 645 ; Nyss. 3, 1153 Migne.
Étym. ἀναγωγός.