ἀναιμότης

ἀναίμων

ἀναιμωτί
ἀν·αίμων, ων, ον, gén. ονος, c. ἄναιμος, Il. 5, 342 ; Ion (Ath. 318e); fig. en parl. du vin, Plut. M. 692e.