ἀναισθητεύω

ἀναισθητέω-ῶ

ἀναίσθητος
ἀναισθητέω-ῶ, être stupide, Dém. 302, 3 ; être insensible, Jos. A.J. 11, 5, 8.
Étym. ἀναίσθητος.