ἀνακεφαλαιόω-ῶ

ἀνακεφαλαίωσις

ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακεφαλαίωσις, εως () [φᾰ] récapitulation, DH. 1, 90 ; Quint. 6, 1.