ἀνακόλλημα

ἀνακόλλησις

ἀνακολλητικός
ἀνακόλλησις, εως ()
1 action de coller, Gal. 6, 359 ||
2 moyen pour empêcher les cils de tomber, Diosc. 1, 91.
Étym. ἀνακολλάω.