Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀνακολουθέω-ῶ
ἀνακολούθητος
ἀνακολουθία
ἀνακολούθητος,
ος, ον
[
ᾰκ
]
c.
ἀνακόλουθος,
DH.
6, 937 Reiske
.
Étym.
ἀνακολουθέω
.