ἀνακογχυλιαστός

ἀνακογχυλίζω

ἀνακογχυλισμός
ἀνα·κογχυλίζω []
1 se gargariser, Orib. 2, 171 B.-Dar. ||
2 employer comme gargarisme, Diosc. Eup. 1, 69 ; Gal. 13, 135.