ἀνακτόρεος

ἀνακτορία

Ἀνακτορία
ἀνακτορία, ας, ion. ἀνακτορίη, ης ()
1 action de diriger (un cheval) Hh. Ap. 234 ||
2 fig. souveraineté, A. Rh. 1, 839 ; Orph. Arg. 820 ; Opp. H. 2, 684 etc.
Étym. ἀνάκτωρ.