Ἀνακτόριον

ἀνακτόριος

Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος, α, ον [ᾰν]
1 du roi, royal, Od. 15, 397 ||
2 subst. ἡ ἀνακτόριος, autre n. de la plante ἀρτεμισία, Diosc. 3, 127.
Étym. ἀνάκτωρ.