ἀναλείχω

ἀναλειψία

ἀναλεκτέον
*ἀναλειψία, ion. ἀναλειψίη, ης () [ᾰλ] état de celui dont le corps n’est pas graissé, Hpc. 362, 5 ; Symm. Ps. 108, 24.
Étym. ἀνάλειπτος.