ἀναλλοίως

ἀναλλοίωτος

ἀναλλοιώτως
ἀν·αλλοίωτος, ος, ον, invariable, immuable, Arstt. Metaph. 11, 7, 13 ; Cæl. 1, 3, 9, Plut. M. 1025c ; DL. 4, 17.
Étym. ἀν-, ἀλλοιόω.