ἀναλόγισμα

ἀναλογισμός

ἀναλογιστέον
ἀναλογισμός, οῦ ()
1 réflexion, Thc. 3, 36 ; 8, 84 ||
2 raisonnement, Xén. Hell. 5, 1, 19 ||
3 proportion, Dém. 262, 5.
Étym. docum.