ἀναλογιστέον

ἀναλογιστικός

ἀναλογιστικῶς
ἀναλογιστικός, ή, όν :
1 qui juge par analogie, Sext. M. 11, 250, etc. ||
2 qui enseigne l’analogie, Sext. M. 2, 59.