ἀνάλεκτος

ἀναλήθης

ἀναλήθως
ἀν·αλήθης, ης, ες [ᾰλ] qui n’est pas vrai, faux, Plut. Alc. c. Cor. 2 ||
Cp. -έστερος, DH. Dem. 4 dout.
Étym. ἀν-, ἀληθής.