ἀναμασχαλιστήρ

ἀνάματος

ἀναμάττω
ἀ·νάματος, ος, ον [ᾰᾱᾰ] sans cours d’eau, Epigr. (Plut. M. 870e).
Étym. ἀ, νᾶμα.