ἀναμαντεύομαι

ἀναμάξευτος

ἀναμαρμαίρω
ἀν·αμάξευτος, ος, ον [ᾰμ] impraticable aux voitures, Hdt. 2, 108.
Étym. ἀν-, ἀμαξεύω.