ἀνάμεσος

ἀνάμεστος

ἀναμεστόω-ῶ
ἀνά·μεστος, ος, ον, rempli de, gén. Ar. Nub. 984 ; DH. 11, 37 ; fig. Dém. 779, 25, etc.
Étym. ἀ. μεστός.