ἀναμινυρίζω

ἀναμίξ

ἀνάμιξις
ἀνα·μίξ, adv. pêle-mêle, Hdt. 1, 103 ; 7, 40 ; Thc. 3, 107 ; Xén. Conv. 4, 29 ; Pol. 1, 45, 9, etc.
Étym. ἀναμίγνυμι.