ἀνάμνησις

ἀναμνηστικός

ἀνάμνηστος
ἀναμνηστικός, ή, όν, qui a la mémoire prompte (mais non tenace, p. opp. à μνημονικός) Arstt. Mem. 1, 1 ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Mem. 2, 24.
Étym. ἀναμιμνῄσκω.