ἀναμετρητέον

ἀναμηλόω-ῶ

ἀναμηρυκάομαι-ῶμαι
ἀνα·μηλόω-ῶ, sonder, Hh. Merc. 41 conj. ; v. ἀναπηλέω.
Étym. ἀ. μήλη.