Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀναμφισϐητήτως
ἀνανάγκαστος
ἀναναγκάστως
ἀν·ανάγκαστος,
ος, ον
[
ανᾰν
] non contraint,
Arr.
Epict.
1, 6, 40
.
Étym.
ἀν-, ἀναγκάζω
.