ἀναγκαστικῶς

ἀναγκαστός

ἀναγκαστῶς
ἀναγκαστός, ή, όν [ᾰν] contraint, forcé, Hdt. 6, 58 ; Thc. 7, 58.
Étym. ἀναγκάζω.