ἀναγκάζω

ἀναγκαθέτησις

ἀναγκαίη
ἀναγκα·θέτησις, εως () [ᾰνκᾰ] action d’imposer une obligation, Œnom. (Eus. 3, 444 Migne).
Étym. ἀνάγκη, τίθημι ; formé par anal. avec νομοθέτησις.