ἀνάγκη

ἀναγκόδακρυς

ἀναγκοσιτέω-ῶ
ἀναγκό·δακρυς, υς, υ, gén. υος [ᾰν] qui se contraint pour pleurer, Eschl. fr. 407.
Étym. ἀνάγκη, δάκρυ.