ἀναγκοτροφέω-ῶ

ἀναγκοφαγέω-ῶ

ἀναγκοφαγία
ἀναγκο·φαγέω-ῶ [ᾰνφᾰ] c. le préc. Thpp. (Lgn 31, 1); Phil. 2, 586.
Étym. ἀ. φαγεῖν.