ἀναγκοσιτέω-ῶ

ἀναγκόσιτος

ἀναγκοτροφέω-ῶ
ἀναγκό·σιτος, ος, ον [ᾰνῑ] contraint à manger, Cratès (Ath. 47e).
Étym. ἀ. σῖτος.