ἀναντιφωνησία

ἀναντιφώνητος

ἀναντλέω-ῶ
ἀν·αντιφώνητος, ος, ον, qui demeure sans réponse, Cic. Att. 6, 1, 23.
Étym. ἀν-, ἀντιφωνέω.