ἀναντιτύπητος

ἀναντίτυπος

ἀναντιφωνησία
ἀν·αντί·τυπος, ος, ον [] sans résistance, Sext. M. 9, 411 (var. ἀναντιτύπητος).
Étym. ἀν-, ἀντί, τύπτω.