ἀναπαιδεύω

ἀναπαιστικός

ἀνάπαιστος
ἀναπαιστικός, ή, όν, formé d’anapestes, anapestique, DH. Comp. 25 ; Héph. 8, etc.
Étym. ἀνάπαιστος.