ἀνάπαυλα

ἀνάπαυμα

ἀνάπαυσις
*ἀνάπαυμα, poét. ἄμπαυμα, ατος (τὸ)
1 repos, Hés. Th. 55 ||
2 lieu de repos, A. Pl. 228.
Étym. ἀναπαύω.