ἀναπαυστηρία

ἀναπαυστήριος

ἀναπαυτήριον
ἀναπαυστήριος, ος, ον, propre au repos : θῶκος ἀμπαυστήριος (ion.) Hdt. 1, 181, siège pour se reposer ; τὸ ἀναπαυστήριον, Luc. Am. 18, place pour se reposer.
Étym. ἀναπαύω.