ἀναπεινάω-ῶ

ἀνάπειρα

ἀναπειράομαι-ῶμαι
ἀνά·πειρα, ας ()
1 essai, expérience, Pol. 26, 7, 8 ||
2 exercice militaire, Pol. 10, 20, 6 ||
E Avec sync. ἄμπειρα, Str. 421.
Étym. ἀνά, πεῖρα.