ἀναφαίρετος

ἀναφάλακρος

ἀναφαλαντίας
ἀνα·φάλακρος, ος, ον [φᾰ] chauve sur le devant de la tête, Procl. Ptol. p. 203.
Étym. ἀνά, φαλακρός.